- κρανάϊνος
- κρᾰνάϊνος,A = κρανέϊνος, h Merc.460 codd. ([pron. full] ῑ metri gr.), Hp.Fract.30, X.Eq.12.12, Str.12.7.3, Dsc.Eup.1.120;
ῥάβδοι BGU1253.4
(ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥάβδοι BGU1253.4
(ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρανάινος — κρανάινος, ΐνη, ον (Α) βλ. κρανέινος … Dictionary of Greek
κρανέινος — η, ο και κρανένιος, α, ο (AM κρανέινος, ΐνη, ον, Α και κρανάϊνος, ΐνη, ον και κράνινος, ίνη, ον) κατασκευασμένος από ξύλο κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά» + κατάλ. ινος (πρβλ. οστέ ινος, στυππέ ινος). Ο τ.… … Dictionary of Greek